ἐννοηματικῶς

ἐννοηματικῶς
ἐννοηματικός
notional
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εννοηματικός — ή, ό (AM ἐννοηματικός, ή, όν) [εννόημα] ο γεμάτος διανοήματα, ο διανοητικός αρχ. μτφ. 1. υποκειμενικός 2. επουσιώδης 4. εφευρετικός. επίρρ... εννοηματικώς 1. με διανοήματα 2. εμφαντικώς 3. εφευρετικώς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”